- ὀξυνοσία
- ὀξῠ-νοσία, ἡ,A acute illness, Cat.Cod.Astr. 1.119 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυνοσία — ὀξυνοσία, ἡ (Α) σοβαρή, οξεία νόσος που εξελίσσεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + νοσία (< νοσος < νόσος), πρβλ. μακρο νοσία] … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek